Ιλ-ντε-Φρανς — (île de France). Διαμέρισμα (12.011 τ. χλμ., 10.952.011 κάτ. το 1999), ιστορική περιοχή και πρώην επαρχία της βορειοκεντρικής Γαλλίας. Είναι γνωστή και με την ονομασία Περιφέρεια Παρισιού (Région Parisienne). Καλύπτεται από λόφους, μικρές… … Dictionary of Greek
Κοκλέν — (Coquelin). Επώνυμο οικογένειας Γάλλων ηθοποιών του θεάτρου. 1. Κονστάν (Constant Benoit, Μπουλόν σιρ Μερ 1841 – Κουιγί Σεν Ζερμέν, Σεν ε Μαρν 1909).Υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους ηθοποιούς της εποχής του. Ερμήνευσε πολλούς διαφορετικούς… … Dictionary of Greek
Σένονες — και Σέννονες, οι, ΝΑ (στην αρχαιότητα) δύο φύλα ή δύο κλάδοι τού ίδιου λαού, από τα οποία το ένα ζούσε στη Γαλατία και το άλλο στην Ιταλία, το πρώτο στην περιοχή τών σημερινών γαλλικών διαμερισμάτων Σεν ε Μαρν και Λουαρέ και το δεύτερο στη… … Dictionary of Greek
Γκεόν, Aνρί — (Henry Gheon, Μπρεϊσίρ Σεν ε Μαρν 1875 – Παρίσι 1944). Λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Γάλλου θεατρικού συγγραφέα, δοκιμιογράφου και σκηνοθέτη Ανρί Λεόν Βανζόν (Vangeon). Αφού πήρε το πτυχίο ιατρικής, ανέπτυξε μεγάλη λογοτεχνική δραστηριότητα και… … Dictionary of Greek
Μελέν — (Melun). Πόλη (35.695 κάτ. το 1999) της Γαλλίας, πρωτεύουσα του νομού Σηκουάνα και Μάρνη (5.915 τ. χλμ., 1.193.767 κάτ.). Απέχει 45 χλμ. από το Παρίσι. Η Μ. ήταν γνωστή στην αρχαιότητα ως Μελόδουνον και κατελήφθη από τους Ρωμαίους το 53 π.Χ.… … Dictionary of Greek
Φοντενεμπλό — (Fontainebleau). Πόλη (23.600 κάτ. το 2003) της βόρειας Γαλλίας, στο νομό Σεν ε Μαρν, κοντά στην αριστερή όχθη του Σηκουάνα, στην καρδιά ενός πυκνού δάσους, 50 χλμ. ΝΑ του Παρισιού. Το Φ. οφείλει κυρίως τη φήμη του στα αριστουργήματα της τέχνης… … Dictionary of Greek
Παρίσι — (Paris) Πρωτεύουσα της Γαλλίας και ένα από τα μεγαλύτερα πολιτικά, πνευματικά, εμπορικά, βιομηχανικά και οικονομικά κέντρα του κόσμου. Από τις πιο πυκνοκατοικημένες περιοχές γύρω από το αστικό κέντρο του Παρισιού ξεχωρίζουν οι: Αρζαντέιγ, Ανιέρ… … Dictionary of Greek
Κάρολος — I (Charles). Όνομα επτά αυτοκρατόρων της Αγίας Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. 1. Κ. Α’. Βλ. λ. Καρλομάγνος. 2. Κ. Β’, ο Φαλακρός (Φρανκφούρτη 823 – Μπριντ λε Μπεν, Σαβοΐα 877). Αυτοκράτορας της Αγίας Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας (875 877). Ήταν υστερότοκος… … Dictionary of Greek
έκθεση — Γενικός όρος, με τον οποίο στον τομέα της παραγωγής (υλικής, τεχνολογικής, πνευματικής και καλλιτεχνικής), του εμπορίου και της προπαγάνδας (ακόμα και με την πιο ευρεία έννοιά της) υποδηλώνεται η συγκέντρωση σε καθορισμένο τόπο και χρόνο… … Dictionary of Greek
Καμπανία - Αρδένες — (Campagne Ardenne). Διοικητικό διαμέρισμα της βορειοανατολικής Γαλλίας (25.606 τ. χλμ., 1.342.363 κάτ. το 2000) με πρωτεύουσα το Σαλόν αν Σαμπάν (46.700 κάτ. το 2003· παλαιότερα ονομαζόταν Σαλόν σιρ Μαρν). Συνορεύει στα ΒΑ με το Βέλγιο, στα Α με… … Dictionary of Greek